1 οξυνω
(τέν αἴσθησιν Anth.)
(οἱ οἶνοι ἐν ταῖς ἀλέαις ὀξύνονται Arst.)
(στόμα τινός Soph.; ἀκούσας καὴ ὀξυνθείς Her.)
Древнегреческо-русский словарь > οξυνω